- μεσουράνηση
- (Αστρον.). Η διέλευση ενός αστέρα από τον ουράνιο μεσημβρινό ενός παρατηρητή. Εξαιτίας της περιστροφής της Γης το φαινόμενο συμβαίνει δύο φορές την ημέρα, μόνο όμως στην περίπτωση των αειφανών αστέρων μπορούν να παρατηρηθούν και οι δύο μ. Ο αστέρας φθάνει στο ανώτατο ύψος κατά την άνω μ., γεγονός που επιτελείται, όταν ο αστέρας φθάνει στον μεσημβρινό που περνά από τον βόρειο ουράνιο πόλο και το νότιο σημείο του ορίζοντα (βόρειο ημισφαίριο) ή από τον νότιο πόλο και το βόρειο σημείο του ορίζοντα (νότιο ημισφαίριο). Η άλλη διέλευση από τον μεσημβρινό είναι η κάτω μ., οπότε το ύψος πάνω ή κάτω από τον ορίζοντα θα είναι ελάχιστο.
* * *η (Α μεσουράνησις) [μεσουρανώ]η θέση τού Ηλίου στο μέσο τού ουρανού, το μεσουράνημα («τὸ ἔξαρμα τοῡ ἡλίου τὸ κατὰ τὰς μεσουρανήσεις», Στράβ.)νεοελλ.1. αστρον. α) καθένα από τα δύο σημεία τής ουράνιας σφαίρας τα οποία αντιστοιχούν στην τομή τού μεσημβρινού ενός τόπου και τού κύκλου απόκλισης ο οποίος διαγράφεται από ένα ουράνιο σώμα κατά την ημερήσια κίνησή του (α. «άνω μεσουράνηση» β. «κάτω μεσουράνηση»)β) η χρονική στιγμή τής διάβασης ενός ουράνιου σώματος από τα σημεία αυτά2. μτφ. το ανώτατο σημείο ακμής, δύναμης, φήμης, δόξας.
Dictionary of Greek. 2013.